φθινοπωρινάς — φθινοπωρινά̱ς , φθινοπωρινός autumnal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινός — ή, ό / φθινοπωρινός, ή, όν, ΝΑ [φθινόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο 2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… … Dictionary of Greek
φιλοπωριστής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσουν τα φθινοπωρινά φρούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὀπωρίζω «συλλέγω καρπούς, τρώω φρούτα»] … Dictionary of Greek
Κάλμαν, Ίμρε — (Imre ή Emmerich Kalman, 1882 – 1953). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε στην Ακαδημία Μουσικής της Βουδαπέστης με δάσκαλο τον Κέσλερ. Η πρώτη του οπερέτα Φθινοπωρινά γυμνάσια παίχτηκε σε πολλά θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής και σημείωσε… … Dictionary of Greek
Μπλοχ, Έρνεστ — (Ernest Bloch, Γενεύη 1888 – Πόρτλαντ ΗΠΑ 1959). Ελβετός συνθέτης, εβραϊκής καταγωγής. Άρχισε να συνθέτει από νεαρός και σε ηλικία δεκαπέντε ετών έγραψε μια Συμφωνία της Ανατολής. Τα σπουδαιότερα έργα της νεανικής του περιόδου είναι το συμφωνικό… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες … Dictionary of Greek
Μωραϊτίνης, Τίμος — (1875 – 1952). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Ασχολήθηκε νωρίς με τη δημοσιογραφία, ως χρονογράφος των αθηναϊκών εφημερίδων Εμπρός, Εστία, Έθνος, Ακρόπολις κ.ά. Το 1906 έγραψε το θεατρικό έργο Μαραθώνιος δρόμος, που απέσπασε εξαιρετικά ευνοϊκές… … Dictionary of Greek